- ακρόπτερον
- ἀκρόπτερον, το (Α)1. η άκρη τού φτερού2. το άκρο μιας παρατάξεως ή μιας ομάδας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + πτερόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκρόπτερον — quill neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρόπτερα — ἀκρόπτερον quill neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)